Εργαλεία για ΑΜΕΑ
  • Μεγέθυνση Γραμμάτων
  • Σμίκρυνση Γραμμάτων
  • Υψηλή Αντίθεση
  • Αντιστροφή Χρωμάτων
  • Ανοιχτόχρωμο Φόντο
  • Ευανάγνωστη Γραμματοσειρά
  • Επαναφορά

Γενικα Ιστορικα Στοιχεια

Γενικα Ιστορικα Στοιχεια

   Η ιστορία της δημιουργίας οικισμών στο χώρο που σήμερα ταυτίζεται με τα όρια του Δήμου Καβάλας ξεκινά από τους προϊστορικούς χρόνους και φτάνει μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Στοιχεία της άυλης και υλικής πολιτισμικής μας κληρονομιάς, όπως μύθοι, προφορικές μαρτυρίες, αρχαιολογικά ευρήματα, ελληνικές και ξενόγλωσσες αρχειακές πηγές, συμβάλλουν στην ανασύνθεση της ιστορίας της περιοχής. Ιστορικά γεγονότα, όπως η μάχη των Φιλίππων,  η έλευση του Αποστόλου Παύλου, η ίδρυση της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας στην Ευρώπη και η βάφτιση της πρώτης ευρωπαίας χριστιανής, οι πρώτες απεργίες στα Βαλκάνια κ.ά., μεγαλειώδη αρχαία, βυζαντινά και νεότερα οικοδομήματα, όπως το αρχαίο θέατρο, οι Βασιλικές των Φιλίππων, το Οκτάγωνο, η αρχαία Εγνατία, οι Καμάρες, η Ακρόπολη, το Ιμαρέτ κ.ά., και σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο Φίλιππος ο Β΄(πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου), ο Απόστολος Παύλος, ο Μωχάμετ Άλη κ. ά., καθιστούν την ιστορία του Δήμου Καβάλας παγκοσμίως γνωστή, ενώ προκαλούν  και προσκαλούν τους δημότες, αλλά και τους επισκέπτες του να τη γνωρίσουν.
Η τριπλή ονομασία της Καβάλας (Νεάπολις, Χριστούπολις, Καβάλα), αντιστοιχεί σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους, την αρχαία, τη βυζαντινή και τη νεότερη αντίστοιχα.
 

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

   Τα πρώτα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας και δραστηριότητας στην περιοχή του σημερινού Δήμου Καβάλας ανάγονται στους προϊστορικούς χρόνους και συγκεκριμένα στη Νεολιθική εποχή (~6.200 π.Χ.) και εντοπίζονται στη θέση Ντικιλί Τας (=όρθια πέτρα στην τουρκική) στα ανατολικά προάστια της σύγχρονης πόλης των Κρηνίδων. Πρόκειται για τον προϊστορικό οικισμό που πήρε το όνομά του από το μαρμάρινο επιτύμβιο μνημείο του Ρωμαίου αξιωματούχου C. Vibius Quartus που δεσπόζει στην περιοχή. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στον οικισμό αυτό «βρέθηκε η πιο παλιά μέχρι στιγμής ένδειξη οινοποίησης στην Ευρώπη».
Στην περιοχή της σημερινής πόλης της Καβάλας εντοπίστηκαν δύο προϊστορικές θέσεις, Αντισάρα στην περιοχή της σημερινής Καλαμίτσας και Περιγιάλι σε χαμηλό λόφο ανατολικά της πόλης, όπου βρέθηκε ένας μικρός οικισμός της πρώιμης εποχής το Χαλκού. Ίχνη κατοίκησης της Πρώιμης εποχής του Σιδήρου εντοπίστηκαν στη χερσόνησο της Παναγίας.  Τα αρχαιολογικά ευρήματα της εποχής  συνηγορούν στην υπόθεση για παρουσία θρακικών φύλων στην περιοχή (Σάτρες, Σαπαίοι, Ηδωνοί).
 

ΑΡΧΑΙΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

   Δύο σημαντικές πόλεις, η Νεάπολις και οι Κρηνίδες (μετέπειτα Φίλιπποι), ιδρύονται την περίοδο αυτή στην περιοχή του σημερινού Δήμου Καβάλας. Την πορεία τους παρουσιάζουμε στη συνέχεια.
Το δεύτερο μισό του 7ου αιώνα π.Χ. οι κάτοικοι της Θάσου, έποικοι οι ίδιοι από την Πάρο, ίδρυσαν τη Νεάπολη στη χερσόνησο (σήμερα) της Παναγίας, στην προσπάθειά τους να διεισδύσουν στην απέναντι θρακική παραλία· αυτό συνέβη μετά από μακροχρόνιους πολέμους εναντίον θρακικών φύλων. 
Περί τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. η Νεάπολη  ανεξαρτητοποιείται από τη μητρόπολή της και κόβει δικό της νόμισμα, ενώ στα τέλη του 6ου και στις αρχές του 5ου αιώνα π.χ. πιθανότατα κατακτήθηκε από τους Πέρσες.
Η Νεάπολη ήταν μέλος της Α΄ και της Β΄ Αθηναϊκής συμμαχίας, ενώ στον Πελοποννησιακό Πόλεμο τάχτηκε στο πλευρό της Αθήνας κι έμεινε σύμμαχος της ως την κατάκτησή της από το βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο γύρω στα 350π.Χ. Η Νεάπολη ως τμήμα πια του μακεδονικού κράτους κατέστη επίνειο των Φιλίππων και φαίνεται πως οδηγήθηκε σε παρακμή.
Τέλη του 2ου αιώνα π.Χ. η Νεάπολη αναβαθμίστηκε σε σημαντικό σταθμό της ρωμαϊκής Εγνατίας οδού. Κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους ο λιμένας της Νεάπολης αποτέλεσε το τέρμα του θαλάσσιου δρόμου Αλεξάνδρειας Τρωάδας – Θεσσαλονίκης, που ένωνε τους Φιλίππους με την ανατολή. Το 42π.Χ. στο λιμάνι της Νεάπολης αγκυροβόλησε ο στόλος των Δημοκρατικών Κάσσιου και Βρούτου, δολοφόνων του Καίσαρα για τη μάχη των Φιλίππων. Γύρω στο 49 μ.Χ. ο Απόστολος Παύλος αποβιβάστηκε στο λιμάνι της Νεάπολης και ακολουθώντας την Εγνατία οδό πήγε στους Φιλίππους. Εκεί κήρυξε τη νέα θρησκεία.
Η πόλη των Φιλίππων ιδρύθηκε το 360-359π.Χ. με το όνομα Κρηνίδες ως  αποικία των Θασίων από τον Αθηναίο ρήτορα και πολιτικό Καλλίστρατο. Το 356π.Χ. οι κάτοικοι των Κρηνίδων απειλούμενοι από τους Θράκες ζήτησαν τη βοήθεια του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου Β΄, ο οποίος στη συνέχεια κατάκτησε την πόλη και της έδωσε το όνομά του. Οι Φίλιπποι αποτέλεσαν σημαντικό οικονομικό κέντρο του βασιλείου της Μακεδονίας. Στην ελληνιστική περίοδο οι Φίλιπποι περιλάμβαναν οχυρωματικά τείχη, θέατρο, δημόσια κτήρια και ιδιωτικές οικίες. Η κατασκευή της Εγνατίας οδού διαμέσου της πόλης το 2ο αιώνα π.Χ. κατέδειξε τη γεωστρατηγική της σημασία και ενίσχυσε την ανάπτυξή της.
Η μάχη των Φιλίππων το 42π.Χ. αποτέλεσε ορόσημο στην ιστορία της πόλης και της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πραγματοποιήθηκε έξω από τα δυτικά τείχη της πόλης, όπου ο στρατός του Οκταβιανού και Μάρκου Αντωνίου (οπαδών του Ιουλίου Καίσαρα) νίκησε τους Δημοκρατικούς Βρούτο και Κάσσιο, σφραγίζοντας το τέλος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Αντώνιος το 42π.Χ. μετέτρεψε την πόλη των Φιλίππων σε ρωμαϊκή αποικία (Colonia victrix Philipensium), ενώ το 31π.Χ. ο Οκταβιανός επανίδρυσε τη ρωμαϊκή αποικία των Φιλίππων (Colonia Augusta Iulia Philippensis).
Γύρω στο 49μ.Χ. ο Απόστολος Παύλος ίδρυσε την πρώτη ευρωπαϊκή χριστιανική εκκλησία στους Φιλίππους και βάφτισε τους πρώτους Ευρωπαίους Χριστιανούς (Λυδία κ.ά.), παίζοντας έτσι σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση του Χριστιανισμού.
 

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

  Οι μαρτυρίες για την ιστορία της πρωτοχριστιανικής Νεάπολης και της βυζαντινής Χριστούπολης είναι λιγοστές και αποσπασματικές. Τον 4ο αιώνα μ.Χ. η Νεάπολη αναφέρεται ως σταθμός της Εγνατίας οδού, ενώ τον 6ο αιώνα ως μία από τις πόλεις που επισκεύασε τα τείχη της και που υπάγονταν στην Επαρχία του Ιλλυρικού. Οι πρώτες μαρτυρίες για την αλλαγή του ονόματός της εντοπίζονται στον 8ο αιώνα (746). Αρχές του 9ου αιώνα η Χριστούπολη υπήρξε σημαντικό βυζαντινό κάστρο-τελευταία γραμμή άμυνας της αυτοκρατορίας στις επιθέσεις Βουλγάρων κ.α. στην περιοχή. Το 926 ανοικοδομούνται τα τείχη της από το στρατηγό του Θέματος Στρυμόνας Βασίλειο Κλάδωνα. Το 1097 πέρασαν από τη Χριστούπολη τα στρατεύματα της πρώτης Σταυροφορίας.
Στα μέσα του 12ου αιώνα ο Άραβας γεωγράφος Ιντρισί διερχόμενος από τη Χριστούπολη επισημαίνει την οχυρή της θέση και το ναυτικό της εμπόριο. Σημαντικό γεγονός στην ιστορία της Χριστούπολης είναι η πυρπόληση και η καταστροφή της από τους Νορμανδούς το 1185. Την περίοδο 1204-1224 η Χριστούπολη περιήλθε στα χέρια των Λομβαρδών βιώνοντας μία σύντομη Φραγκική κατοχή. Έπειτα το 1225 η πόλη περιήλθε σε ελληνικές ηγεμονίες και υπάχθηκε στο κράτος του Θεοδώρου Κομνηνού του Δεσποτάτου της Ηπείρου μέχρι το 1230. Το 1242 ο Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατατζής της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας κατέλαβε τη Χριστούπολη. Το 1261 η επισκοπή της Χριστούπολης προβιβάστηκε σε αρχιεπισκοπή και στη συνέχεια σε Μητρόπολη.
Το 1306 οι Καταλανοί απέτυχαν να εκπορθήσουν την πόλη. Ο Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος για να εμποδίσει την επιστροφή των Καταλανών στη Θράκη έκτισε το «μακρό τείχος» της Χριστουπόλεως. Το διατείχισμα, μήκους περίπου 1500 μέτρων, άρχιζε μάλλον πάνω από τις Καμάρες και κατέληγε στην κορυφή του υψώματος όπου βρίσκεται το παλιό νοσοκομείο (πρώην Σανατόριο). Σήμερα δεν έχουν απομείνει παρά ερείπια μεμονωμένων πύργων.
Η Χριστούπολη παρέμεινε υπό βυζαντινή διοίκηση μέχρι περίπου το 1380. Όμως οι Τούρκοι είχαν κυριαρχήσει στην ενδοχώρα της ανατολικής Μακεδονίας και βρίσκονταν προ των πυλών. Το 1383 η πόλη παραδόθηκε στον Εβρενός μπέη και περιήλθε σε καθεστώς υποτέλειας, πιθανότατα υπό τη διοίκηση του Μανουήλ Παλαιολόγου. Το 1391 η Χριστούπολη πολιορκήθηκε εκ νέου, κυριεύτηκε και παραδόθηκε στη μανία των κατακτητών της.
Το 1425 το κάστρο της Χριστουπόλεως καταλήφθηκε για σύντομο διάστημα από 10 βενετικές γαλέρες, οι οποίες όμως στη συνέχεια εκδιώχθηκαν από ισχυρές οθωμανικές δυνάμεις. Έτσι έπεσε η αυλαία στη βυζαντινή περίοδο της ιστορίας της πόλης.
Η πόλη των Φιλίππων κατά τον 5ο και 6ο αι. γνώρισε άνθιση και μετετράπη σε κέντρο Χριστιανικής λατρείας. Στις αρχές του 7ου αι. ο πληθυσμός της πόλης μειώθηκε εξαιτίας ισχυρών σεισμών και σλαβικών επιδρομών. Στα βυζαντινά χρόνια επέζησε ως οχυρό φρούριο, ενώ το 1387 με την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς ενσωματώθηκε οριστικά η περιοχή των Φιλίππων στην Οθωμανική αυτοκρατορία.
 

ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

   Το νεότερο όνομα της πόλης «Καβάλα» εμφανίζεται κατά την πρώιμη περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας και αρχίζει να επικρατεί στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα. Η Καβάλα αρχίζει να αποκτά τις υποδομές και τις λειτουργίες μιας πόλης στις αρχές του 16ου αιώνα. Τη δεκαετία του 1520 επί σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς δημιουργούνται μεγάλης κλίμακας έργα υποδομής. Σε αυτά συγκαταλέγονται η  ριζική επισκευή του παλαιού υδραγωγείου (Καμάρες), η ανακατασκευή των παλαιών περιμετρικών  τειχών της χερσονήσου και η οικοδόμηση του νέου περιβόλου με τον οποίο επεκτείνονται τα όρια της πόλης, η ενίσχυση της ακροπόλεως και η προσθήκη του εξωτερικού της περιβόλου, η ίδρυση külliye (=συγκρότημα δημοσίων κτισμάτων) από τον Ιμπραήμ πασά με τζαμί, μεντρεσέ, μεκτέμπ (σχολείο για μικρούς μαθητές), ιμαρέτ, μεστζίτ (μικρό τζαμί), τεκέ και ζαβιγιέ (μοναστήρι και κατάλυμα δερβίσηδων), χαμάμ και σεχλιμπανέ (δημόσιες κρήνες). Χτίστηκαν ακόμη χάνια, μαγαζιά, εργαστήρια, αποθήκες και μεγάλο καραβάν σεράι (πανδοχείο).
Παράλληλα αυξάνεται ο πληθυσμός της πόλης μ’ ένα πρόγραμμα οργανωμένων εποικισμών. Στην περιοχή της Καβάλας μεταφέρονται μουσουλμάνοι από εδάφη της Μικράς Ασίας (Γιουρούκοι και Κονιάροι), ενώ γύρω στο 1527-1528 μετακινούνται υποχρεωτικά Εβραίοι από περιοχές της Ουγγαρίας για να τονώσουν την εμπορική της δραστηριότητα. Εκτός από τους εποικισμούς έγιναν και εξισλαμισμοί, αναγκαστικοί ή εκούσιοι. Αποτέλεσμα αυτών ήταν αφενός η θεαματική αύξηση του πληθυσμού και αφετέρου η διαφοροποίηση της σύνθεσής του.
Το 16ο αιώνα η Καβάλα αναδεικνύεται ως κέντρο μιας αυτόνομης διοικητικής ενότητας. Το 1573 αποτελεί ήδη έδρα καζά (υποδιοίκησης) που περιλαμβάνει και τα γύρω χωριά (Δάτο, Κρυονέρι, Λεκάνη κ.ά.). Γύρω στα 1600 προάγεται σε πρωτεύουσα σαντζακίου (διοίκησης), το οποίο περιελάβανε επτά καζάδες από το Στρυμόνα μέχρι το Νέστο και προς βορρά μέχρι τις βουλγαρικές περιοχές.
Από το 15ο αιώνα και μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα η Καβάλα και η περιοχή της λεηλατήθηκε από πειρατικές επιδρομές κουρσάρων, στόλων των ιταλικών πόλεων και χριστιανικών ταγμάτων της Δύσης. Στο πλαίσιο αυτό το 1684 οι Βενετοί βομβάρδισαν την Καβάλα και προσπάθησαν να την καταλάβουν, χωρίς όμως επιτυχία. Το 1771 η Καβάλα λεηλατήθηκε από το ρωσικό στόλο, ο οποίος πλησίασε την πόλη και άρπαξε όλα τα σιτηρά που υπήρχαν σε ιδιωτικές και δημόσιες αποθήκες του λιμανιού.
Η γεωστρατηγική θέση της Καβάλας και του λιμανιού της συνέβαλε ώστε να λειτουργήσει ως κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου ήδη από την πρώτη περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας. Το 18ο αιώνα η εμπορική δραστηριότητα αυξάνεται, κυρίως λόγω της ευρωπαϊκής διείσδυσης. Στην Καβάλα κατά το 18ο και 19ο αιώνα ιδρύθηκαν και λειτούργησαν ξένες προξενικές αρχές και εμπορικοί οίκοι (π.χ. προξενείο της Γαλλίας, υποπροξενείο της Βενετίας, της Αυστροουγγαρίας, προξενικό πρακτορείο και στη συνέχεια υποπροξενείο της Ελλάδας, υποπροξενείο της Αγγλίας, προξενική αρχή της Σαρδηνίας, προξενικά πρακτορεία της Ιταλίας, της Πρωσίας, της Γερμανίας, της Ρωσίας, των Κάτω Χωρών-Ολλανδίας, προξενική αρχή της Ισπανίας, καπνεμπορικός οίκος Αδελφών Αλλατίνι). Η εγκατάσταση όλων αυτών των ευρωπαϊκών προξενικών αρχών στην Οθωμανική Καβάλα συνδεόταν με τους προσανατολισμούς του ευρωπαϊκού εμπορίου και τη διείσδυση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου στο χώρο της Οθωμανικής Ανατολής και δημιούργησε τις προϋποθέσεις οικονομικής άνθησης της πόλης και της περιοχής της.

Η μεγάλη ανάπτυξη της Καβάλας αρχίζει στα μέσα του 19ου αιώνα. Η ενδοχώρα εξειδικεύεται στην καλλιέργεια του καπνού, που είχε τεράστια ζήτηση, η πόλη συγκεντρώνει τις υπηρεσίες που ασχολούνται με τη διεκπεραίωση των καπνεμπορικών υποθέσεων της ευρύτερης  περιοχής και το λιμάνι αναδεικνύεται σε κέντρο επεξεργασίας του προϊόντος και διακίνησής του προς τις αγορές του εξωτερικού.
Η εμπορική ανάπτυξη μεταμορφώνει μέσα σε λίγες δεκαετίες την ασήμαντη κωμόπολη σε εύρωστη πόλη. Η Καβάλα γίνεται πόλος έλξης για έλληνες, εβραίους και ευρωπαίους εμπόρους και για εργάτες που αναζητούν δουλειά στα καπνομάγαζα. Η αύξηση του πληθυσμού της είναι αλματώδης.

Τη δεκαετία του 1810 (~1813) ο γεννηθείς εν Καβάλα αντιβασιλέας και αναμορφωτής της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλη ίδρυσε στη γενέτειρά του το Ιμαρέτ (külliye), ένα θρησκευτικό, εκπαιδευτικό και φιλανθρωπικό ίδρυμα.
Η Καβάλα συμμετείχε στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821 με αγωνιστές της που κατέφυγαν και πολέμησαν στη Νότια Ελλάδα, όπως ο Θεόδωρος Καβαλιώτης, ο Ιλαρίωνας Καρατζόγλου και ο Νικόλαος Καγιάσας. Την περίοδο αυτή οι κάτοικοι της Καβάλας υπέστησαν ξυλοδαρμούς και βιαιοπραγίες.
Στις αρχές του 20ου αιώνα στην Καβάλα βρίσκουμε την Ελληνορθόδοξη Κοινότητα, την Οθωμανική, την Εβραϊκή, τη Ρωμαιοκαθολική και την Αρμενική.
Οι απαρχές της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας στα μέσα του 19ου αιώνα, εντοπίζονται στο νότιο άκρο της χερσονήσου του Μαχαλά, γύρω από την εκκλησία της Παναγίας. Η Ελληνορθόδοξη Κοινότητα παίρνει την απόφαση να βγει από το φρούριο και να επεκτείνει την πόλη προς τα δυτικά το 1864. Η άδεια δίνεται τελικά και δημιουργείται η σημερινή συνοικία του Αγίου Ιωάννη, αμιγώς ελληνορθόδοξη χριστιανική.

Παράλληλα, το μέχρι τότε Ελληνικό Προξενικό Πρακτορείο  που ιδρύθηκε στην Καβάλα το 1834 αναβαθμίζεται σε Υποπροξενείο (1867), το οποίο λειτούργησε μέχρι το 1913. Το υποπροξενείο εξυπηρετούσε τα εμπορικά συμφέροντα των Ελλήνων και προστάτευε τα εθνικά συμφέροντα του ελληνισμού, προσφέροντας μάλιστα κατά το μακεδονικό αγώνα πολύτιμες εθνικές υπηρεσίες.
Στα τέλη του 19ου αιώνα στην Καβάλα έλαβε χώρα η πρώτη και η μεγαλύτερη εργατική απεργία (5000) εργάτες σε ολόκληρα τα Βαλκάνια.
Σημαντική υπήρξε και η συμβολή της Καβάλας στον Μακεδονικό Αγώνα τόσο μέσω σημαντικών πνευματικών προσωπικοτήτων όσο και οπλαρχηγών, όπως ο Νικόλαος Φιλιππίδης, ο ποιητής Ιωάννης Κωνσταντινίδης, ο Ιωάννης Δραγούμης, ο Πέτρος Ιωαννίδης, ο Περικλής Δράκος.
Η Καβάλα στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα υπέστη τρεις βουλγαρικές κατοχές:
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου και συγκεκριμένα τον Οκτώβριο του 1912 η Καβάλα καταλήφθηκε από τους Βουλγάρους (πρώτη βουλγαρική κατοχή). Στις 26-6-1913 (Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος) η Καβάλα απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στόλο που ήταν αγκυροβολημένος στη Θάσο υπό το Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, ενώ η προέλαση της 7ης Μεραρχίας του ελληνικού στρατού στην πόλη εξεδίωξε τους Βουλγάρους από αυτήν. Η Καβάλα ενσωματώθηκε στον εθνικό κορμό με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28-7/10-8-1913).
Στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο και συγκεκριμένα στις 30-8-1916 οι Βούλγαροι κατέλαβαν ξανά την Καβάλα (δεύτερη βουλγαρική κατοχή). Η Καβάλα απελευθερώθηκε από τους Βουλγάρους το 1918 μετά από δύο χρόνια σκληρής κατοχής -η δεύτερη κατοχή ήταν σκληρότερη από την πρώτη.
Το Νοέμβριο του 1918 με Βασιλικό Διάταγμα ιδρύθηκε ο Δήμος Καβάλας που ανήκε στο Νομό Δράμας ως «Υποδιοίκηση Καβάλας».
Η Καβάλα δέχτηκε σημαντικό αριθμό προσφύγων τη δεκαετία του 1910 και κυρίως του 1920, ενώ  με τη Σύμβαση περί Ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών του 1923 αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της. Στη συνέχεια ακολούθησε μία διαφορετική εποχή ανάπτυξης για την πόλη έχοντας ως κινητήρια δύναμη το προσφυγικό εργατικό δυναμικό.

Το Φεβρουάριο του 1934 η Καβάλα εξέλεξε τον πρώτο κομμουνιστή δήμαρχο στην ιστορία της Ελλάδος, το συνδικαλιστή καπνεργάτη Δημήτριο Παρτσαλίδη. Το 1935 η Καβάλα βομβαρδίστηκε από τον κυβερνητικό στόλο ως έδρα του κινήματος των βενιζελικών.
Ο πόλεμος του 1940–41 και η τρίτη βουλγαρική κατοχή, η οποία επιβλήθηκε στην Καβάλα μετά την ήττα από τους Γερμανούς και την απόδοση της περιοχής  της Ανατολικής Μακεδονίας στη σύμμαχο των Ναζί Βουλγαρία, οδήγησε σε μια νέα οδυνηρή περιπέτεια τους κατοίκους της πόλης. Με μεγάλη καθυστέρηση σχετικά με την υπόλοιπη Ελλάδα, στις αρχές του 1944, αναπτύχθηκε στην περιοχή ένα κίνημα αντίστασης. Τελικά, στις 13 Σεπτεμβρίου 1944, λίγες μέρες αφού η Βουλγαρία άλλαξε ηγεσία και μεταπήδησε στο συμμαχικό στρατόπεδο, δυνάμεις του 26ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ (Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, στρατιωτικού σκέλους του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου –ΕΑΜ) απελευθέρωσαν την Καβάλα.
Μετά την απελευθέρωση σημειώθηκαν διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία της Καβάλας. Ο περιορισμός της ζήτησης των ανατολικών καπνών στις διεθνείς αγορές και η εισαγωγή μηχανών στην επεξεργασία του καπνού αύξησε την ανεργία και οδήγησε τους κατοίκους σε οικονομικό μαρασμό και στη μετανάστευση. Το μεταναστευτικό ρεύμα σταμάτησε στα μέσα της δεκαετίας του 1970.

Η δικτατορία του 1967 μετέβαλε τον οικονομικό προσανατολισμό της πόλης. Ενισχύθηκε ο τομέας των υπηρεσιών και η πόλη μετατράπηκε σε διοικητικό κέντρο, χωρίς να ενισχυθεί η παραγωγική της υποδομή.
Μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» το 1989, η Καβάλα δέχτηκε κύμα «οικονομικών μεταναστών» από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, που ενσωματώθηκαν στο οικονομικό γίγνεσθαι της περιοχής ως φθηνό εργατικό δυναμικό.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Απότας, Κ. 2006. Οι θρησκευτικές κοινότητες της Καβάλας 1850- 1950. Καβάλα: Δημοτικό Μουσείο Καβάλας.
Καραγιαννακίδης, Ν., Κ. Λυκουρίνος. 2009. Νεάπολις- Χριστούπολις- Καβάλα. Οδοιπορικό στο χώρο και το χρόνο της παλιάς πόλης. Καβάλα: Δήμος Καβάλας.
Κουγιουμτζόγλου, Δ. 2014. «Από την αρχαία Νεάπολη στη Βυζαντινή Χριστούπολη: σπαράγματα ιστορίας είκοσι αιώνων: μία εκπαιδευτική πρόταση» στο Πρακτικά σεμιναρίων τοπικής ιστορίας, επιμ. Κ. Απότας, Β. Λωλίδης. τ. Β΄. Καβάλα: Δήμος Καβάλας. σ. 87-143.
Λυκουρίνος, Κ. 2017. «Τα ξένα πρoξενεία στην Καβάλα (1700-1912)». στο http://lykourinos-kavala.blogspot.gr/2017/01/
Λυκουρίνος, Κ. 1998. «Το Ελληνικό Προξενικό Πρακτορείο-Υποπροξενείο της Ελλάδας στην Καβάλα (1835-1878)», Υπόστεγο 10: 145-73.
Μπόσκου, Ε. 2014. «Η βιογραφία του Μωχάμετ Άλη (1769-1949)» στο Πρακτικά σεμιναρίων τοπικής ιστορίας, επιμ. Κ. Απότας, Β. Λωλίδης. τ. Β΄. σ. 255-86. Καβάλα: Δήμος Καβάλας.
Χιόνης, Κ. 2000. Συνοπτική ιστορία της πόλης Καβάλας, των Φιλίππων και της Θάσου. Καβάλα: Δημοτικό Μουσείο Καβάλας.
Hellenic Republic-Ministry of Culture and Sports. 2015. Nomination for Inscription on the UNESCO World Heritage List-Archaeological Site of Philippi. Athens: Archaeological Receipts Funds.
Sève, M. 2014. 1914-2014. Philippes-Φίλιπποι-Philippi. 100 Αns de recherches françaises. 100 Xρόνια γαλλικών ερευνών. 100 Years of French Research. Athène: French School at Athens and Melissa.
 
Ρυθμίσεις Cookies